Ποτσουόλι

Ποτσουόλι
(Pozzuoli). Ιστορική πόλη της Ιταλίας, 12 χλμ. ΒΔ της Νάπολης με ενδιαφέροντα αρχαία μνημεία. Την ίδρυσαν το 528 π.Χ. εξόριστοι από τη Σάμο, που της έδωσαν την ονομασία Δικαιάρχεια, κατόπιν την κατέλαβαν οι Σαμνίτες και τέλος οι Ρωμαίοι (338 π.Χ.), οπότε ονομάστηκε Puteoli (Ποτίολοι). Mέχρι την εποχή που ο Τραϊανός ίδρυσε τα λιμάνια της Οστίας και των Εκατόν Κελλών, η Π. ήταν το λιμάνι της Ρώμης στη Μεσόγειο· σε αυτό οφείλεται ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας και ο πλούτος της, για τον οποίο μπορεί κάποιος να πάρει μια ιδέα από την περιγραφή του δείπνου του Τριμαλχίωνα στο Σατυρικόν του Πετρωνίου (αν παραδεχτούμε ότι το έργο χρονολογείται από την εποχή του Νέρωνα). Από τα σωζόμενα μνημεία, σπουδαιότερα είναι: ο λεγόμενος ναός του Σεράπιδος, που στην πραγματικότητα είναι μια αγορά, το τυπικότερο παράδειγμα αρχαίας αγοράς· και το αμφιθέατρο (το πλέον πρόσφατο από τα δύο της πόλης), που χτίστηκε στην εποχή του Βεσπασιανού, με τα υπόγειά του θαυμάσια διατηρημένα, έτσι ώστε που να μας επιτρέπουν, καλύτερα από κάθε άλλο, να κατανοήσουμε την τεχνική λειτουργία των θεαμάτων των μονομάχων και των θηριομαχιών. Το Ποτσουόλι, η Δικαιάρχεια, που είχαν ιδρύσει τον 6o π.Χ. . αι. εξόριστοι Σάμιοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θειωνιά ή ατμίδες θείου — Ηφαίστειο που χαρακτηρίζεται από την απουσία των τυπικών εκδηλώσεών του (δηλαδή είναι σβησμένο ή βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας) και η δραστηριότητά του περιορίζεται μόνο στην εκπομπή υδρατμών (θερμοκρασίας 130 165°C) μαζί με υδρόθειο και… …   Dictionary of Greek

  • Περγκoλέζι Τζοβάννι Μπατίστα — (Pergolesi, Ιέζι Ανκόνα 1710 – Ποτσουόλι, Νεάπολη 1736). Ιταλός συνθέτης. Το πρόωρο ταλέντο του παρακίνησε τους παιδαγωγούς του να τον στείλουν να σπουδάσει βιολί και σύνθεση στο ωδείο της Νεάπολης. Οι βασικές γραμμές της κλίσης του, δηλαδή η… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • καμπάνια — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • καμπανιά — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • τοπιογραφία — Ζωγραφική που έχει αποκλειστικό θέμα το τοπίο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συλλάβει και να εικονίσει ο ζωγράφος ένα τοπίο. Είναι π.χ. δυνατό να είναι απλώς ένα διακοσμητικό φόντο, που προορίζεται να καλύψει ένα κενό πίσω από το κύριο θέμα του… …   Dictionary of Greek

  • τουρισμός — Πολύμορφο φαινόμενο, που περιλαμβάνει το σύνολο των μετακινήσεων που γίνονται για μορφωτικούς λόγους ή για αναψυχή και τις πολλαπλές του επιδράσεις στην οικονομία και στο τοπίο των ενδιαφερόμενων περιοχών. Ο τ. απασχόλησε στις πολλαπλές… …   Dictionary of Greek

  • ηφαιστειακή ή θηραϊκή γη — Ηφαιστειακή σποδός που προέρχεται από το ηφαίστειο της Σαντορίνης και καλύπτει σχεδόν όλη την επιφάνεια των νησιών Σαντορίνη, Θηρασία και Ασπρονήσι, με στρώμα πάχους 15 50 μ. Το χρώμα της είναι κοκκινωπό ή καφέ και χημικά αποτελείται κυρίως από… …   Dictionary of Greek

  • Νάπολη — (Napoli). Πόλη (993.386 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και της Καμπανίας. Είναι η τρίτη σε μέγεθος πόλη της χώρας μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο, η Ν. αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη του Νότου. Η θέση της είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”